συναποτείνω

συναποτείνω
Α
καθιστώ κάτι ίσο ως προς το μήκος με κάτι άλλο («ὧ τὸ Μαραθῶνος ὄνομα τοῑς Ἡλίου δρόμοις συναποτείνοντες», Ιμέρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἀποτείνω «επιμηκύνω, τεντώνω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”